Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὰ διορϑωτικά

См. также в других словарях:

  • διορθωτικά — διορθωτικός corrective neut nom/voc/acc pl διορθωτικά̱ , διορθωτικός corrective fem nom/voc/acc dual διορθωτικά̱ , διορθωτικός corrective fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διορθωτικάς — διορθωτικά̱ς , διορθωτικός corrective fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπάσματα — Φυσικές ή τεχνητές ουσίες, οι οποίες εφοδιάζουν τα γεωργικά εδάφη με τα απαραίτητα για την ανάπτυξη των φυτών λιπαντικά στοιχεία που αφαιρέθηκαν με τις διαδοχικές καλλιέργειες και συλλογές καρπών. Από τα γνωστά χημικά στοιχεία, μόνο δεκαπέντε… …   Dictionary of Greek

  • КАЛЛИСТРАТ —    • Callistratus,          Καλλίστρατος,        1. знаменитый афинский оратор из Афидны, красноречие которого пробудило в Демосфене любовь к ораторскому искусству. В качестве стратега командовал он в 377 г. вместе с Тимофеем и Хабрием, в 373 г.… …   Реальный словарь классических древностей

  • ASCLEPIADES — I. ASCLEPIADES Historicus Cyprius, tempore quô Pygmalion regnabat in Oriente, quô tempore seribit esum carnium non fuisse. Hieron. l. 2. adversus Iovinianum, ex Porphyrio. Vide Voss. Hist. Graec. l. 4. p. 506. 507. II. ASCLEPIADES Myrleanus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ασκληπιάδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Ισοκράτη από τη Θράκη (4ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας των Τραγωδουμένων (11 βιβλία), δηλαδή των μύθων που πραγματεύτηκαν στα έργα τους οι κλασικοί. 2. Α. ο Φλιάσιος (περ. 350 – 280 π.Χ.). Φιλόσοφος. Πέρασε το… …   Dictionary of Greek

  • διορθωτικός — ή, ό (AM διορθωτικός, ή, όν) [διορθωτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόρθωση ή στον διορθωτή 2. ο ικανός ή κατάλληλος για διόρθωση νεοελλ. 1. αυτός που αποβλέπει στη διόρθωση 2. το ουδ. εν. ως ουσ. το διορθωτικό ειδικό υγρό για τη… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • γυαλιά — Οπτικό όργανο, το οποίο αποτελείται από δύο κρύσταλλα στερεωμένα σε ένα στήριγμα (σκελετό) που τα συγκρατεί στην καταλληλότερη θέση εμπρός από τα μάτια. Διορθωτικά αποκαλούνται τα γ. που αποσκοπούν στη βελτίωση της όρασης, αντισταθμίζοντας… …   Dictionary of Greek

  • Σεμιτέλος, Δημήτριος — (1828 – 1898). Έλληνας φιλόλογος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Αρχικά φοίτησε στη Ριζάριο Σχολή και ύστερα γράφτηκε στη φιλοσοφική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Βερολίνο, όπου το 1854… …   Dictionary of Greek

  • Χαίρις — Αρχαίος Έλληνας γραμματικός της σχολής του Αρίσταρχου. Έγραψε Διορθωτικά εις Όμηρον και σχόλια στα έργα του Αριστοφάνη. Μερικοί τον ταυτίζουν με τον Χάρητα, μαθητή του Απολλωνίου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»